προκατασκευάζω

προκατασκευάζω
προκατασκευ-άζω,
A prepare beforehand,

εἱρκτὰς ταῦτα π. X.Cyr.3.1.19

, cf. D.S.15.47 (codd.); νίκην ib.3;

φάρμακον D.C.60.34

; fortify in advance, [εἰσβολάς] Aen. Tact.16.16; π. τινὰ εὔλυτον put him into a condition of free bowel-action, Alex. Trall.11.2:—[voice] Med.,

φίλους Plb.4.32.7

, cf. LXX Si.Prol.26, Gal.6.180:—[voice] Pass., Hp.Haem.3, Arist.Col.792b5, Plb.1.21.3.
II Rhet., use the device of

προκατασκευή 3

, Hermog.Inv.3.2;

-σκευαζόμενος στοχασμός Id.Stat. 3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προκατασκευάζω — ΝΑ νεοελλ. 1. (κυρίως σχετικά με δομικό υλικό) κατασκευάζω εκ τών προτέρων μακριά από τον τόπο ανέγερσης 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκατασκευασμένος, η, ο (ιδίως για κτήριο) αυτός που συναρμολογείται και ανεγείρεται με συστατικά μέρη τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευάζῃ — προκατασκευάζω pres subj mp 2nd sg προκατασκευάζω pres ind mp 2nd sg προκατασκευάζω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάσω — προκατασκευάζω aor subj act 1st sg προκατασκευάζω fut ind act 1st sg προκατασκευάζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάσῃ — προκατασκευάζω aor subj mid 2nd sg προκατασκευάζω aor subj act 3rd sg προκατασκευάζω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευῶν — προκατασκευάζω fut part act masc voc sg προκατασκευάζω fut part act neut nom/voc/acc sg προκατασκευάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) προκατασκευή preparatory training fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευαζόμενον — προκατασκευάζω pres part mp masc acc sg προκατασκευάζω pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευασθέντα — προκατασκευάζω aor part pass neut nom/voc/acc pl προκατασκευάζω aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάζει — προκατασκευάζω pres ind mp 2nd sg προκατασκευάζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάζον — προκατασκευάζω pres part act masc voc sg προκατασκευάζω pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάζοντα — προκατασκευάζω pres part act neut nom/voc/acc pl προκατασκευάζω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάζοντι — προκατασκευάζω pres part act masc/neut dat sg προκατασκευάζω pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”